- αντισπασμός
- ἀντισπασμός, ο (Α)1. στύση του πέους2. παλίρροια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντισπασμῶν — ἀντισπασμός convulsion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπασμόν — ἀντισπασμός convulsion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)